- τῆβαι
- τῆβαι, only in Lat. spellingA tebae 'sine afflatu' (i.e. with unaspirated t), [dialect] Boeot. for colles, Varro RR3.1.6, as etym. of Θῆβαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τήβαι — αἱ, Α (βοιωτ. τ.) λόφοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αναφέρεται στον λατ. τ. tebae (χωρίς αρκτικό δασύ φθόγγο) από τον Ρωμαίο συγγραφέα Βάρρωνα στην ετυμολογία τής λ. θῆβαι ως βοιωτ. τ. με σημ. «λόφοι»] … Dictionary of Greek